Αρχική HomePageSlider Έλενα Χουσνή: Η σημερινή κοινωνία  προχωρά με ταχύ βηματισμό σε μια απάνθρωπη στάση

Έλενα Χουσνή: Η σημερινή κοινωνία  προχωρά με ταχύ βηματισμό σε μια απάνθρωπη στάση

από Ανδρέας Σταματόπουλος

Η Έλενα Χουσνή, με το τέταρτο βιβλίο της «Καταραμένες Πολιτείες» (Εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ, 2018) αποφασίζει να μιλήσει για ένα θέμα δύσκολο, την λέπρα, και να χτίσει γύρω από την συγκλονιστική ιστορία της έναν καμβά ανθρώπινο που όμως λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Η «λέπρα» είναι το πρόσχημα όπως μας λέει στην συνέντευξή της στο ladytimes.gr για να ειπωθούν άλλα πράγματα. Και καταφέρνει να τα πει και να αφήσει ένα πολύ δυνατό συγγραφικό χνάρι απέναντι σε όσα ως άνθρωποι και κοινωνία έχουμε ευθύνη αλλά επιλέγουμε να την αγνοούμε και να γυρίζουμε επιδεικτικά την πλάτη μας.

Τέταρτο πλέον βιβλίο και συγγραφικά είστε «πολύτεκνη». Νιώθει ένας δημιουργός μια ιδιαίτερη σχέση με καθένα από τα «παιδιά» του;

Σαφώς. Κάθε βιβλίο είναι μια μεγάλη και πολυσύνθετη διαδρομή. Δεν είναι ότι απλά «χτίζεις» χαρακτήρες. Οι ήρωές σου γίνονται κομμάτι της καθημερινότητάς σου, καμιά φορά τόσο έντονα που είναι σαν να συγκατοικείς μαζί τους. Τους έχεις φανταστεί, δει, ακούσει σε κάθε στιγμή της καθημερινότητάς τους. Τους έχει ντύσει, τους έχεις τοποθετήσει σε κάθε δυνατή ψυχολογική κατάσταση, στάση ζωής, σκηνικό δράσης. Είναι περίεργο το πόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής σου γίνονται. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν ναι, κάθε βιβλίο είναι και ένα παιδί. Γεννιέται, το βλέπεις να κάνει τα πρώτα του βήματα, ασταθή, δειλά, αργότερα πιο στέρεα, το μεγαλώνεις και κάποτε το αφήνεις να φύγει. Μόνο που εκείνη την στιγμή παύει να είναι δικό σου. Αλλά το ευτύχημα είναι να αποκτά πολλούς «γονείς» να λέει μια ιστορία που να έχει σημασία…

Σας έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Με το τέταρτο βιβλίο σας τις «Καταραμένες Πολιτείες» από τις εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ κάνετε μια στροφή προς ένα νέο είδος; Πώς προέκυψε αυτή η συγγραφική μεταστροφή;

Είναι το ίδιο το θέμα το όχημα που θα ταξιδέψει τον συγγραφέα, νομίζω. Τα τρία πρώτα βιβλία αποτέλεσαν μια τριλογία της κρίσης, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω μια τέτοια ορολογία. Αστυνομικά, βεβαίως, με φόντο τα όσα συμβαίνουν στην χώρα μας, με απόλυτη συγχρονικότητα, με όρους σημερινούς. Αντιθέτως αυτό το βιβλίο χρονικά ανήκει, κατά το ήμισυ στο παρελθόν και έρχεται να μιλήσει για ιστορίες ξεχασμένες. Ιστορίες όμως που, κατά την γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία να ειπωθούν έστω και με καθυστέρηση. Την αστυνομική λογοτεχνία την αγαπώ, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας. Αλλά αυτό που προέχει είναι αυτό που θέλεις να πεις, η ιστορία που νιώθεις την ανάγκη να αφηγηθείς. Το λογοτεχνικό είδος στο οποίο αυτή θα εντάσσεται είναι δευτερεύον και αφορά κυρίως την τυπολογία της λογοτεχνίας και όχι την ίδια την αναγνωστική διαδικασία.

 Η ιστορία, ωστόσο, διατηρεί κάποια στοιχεία αστυνομικής πλοκής, βλέπουμε ας πούμε έναν φόνο. Είναι τα «απόνερα» της «θητείας» σας στην αστυνομική λογοτεχνία;

Νομίζω πως όχι. Υπάρχουν άπειρα βιβλία που δεν ανήκουν στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας και ωστόσο έχουν και έναν και δύο και περισσότερους φόνους στις ιστορίες τους. Δεν αρκεί ένας φόνος για να μιλάμε για ένα μυθιστόρημα αστυνομικής λογοτεχνίας. Ένας φόνος όμως, σίγουρα έχει να κάνει με μια οριακή  ψυχολογία, εκτός και αν μιλάμε για περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας. Πώς φτάνει κανείς στο σημείο να αφαιρέσει μια ζωή; Γιατί το κάνει; Είναι ο καθένας μας εν δυνάμει δολοφόνος εάν συντρέξουν κάποιες ειδικές συνθήκες ακραίας πίεσης ή χρόνιας καταπίεσης; Στο βιβλίο ο φόνος είναι απότοκος μιας τέτοιας ακραίας συναισθηματικής κατάστασης και αποτελεί κομμάτι της προσπάθειας να δείξω ότι οι ιστορίες πόνου και εκμετάλλευσης των ανθρώπων, ειδικά όταν μιλάμε για χρόνιες καταστάσεις, ναι μπορούν να οδηγήσουν  κάποιον στην ακραία συνθήκη της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής.

 Ωστόσο στο βιβλίο σας που ρίχνει φως στην ζωή των Χανσενικών στο Λεπροκομείο Καρλοβάσου στη Σάμο υπάρχουν και άλλα επιμέρους στοιχεία όπως η αξιοποίηση των ιστορικών κτιρίων σε έναν τόπο αλλά και μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης. Πώς μπορούν να συνταιριάξουν αυτά τα δύο;

Ακόμη και οι έρωτες πρέπει να… στεγάζονται! Για μένα τα κτίρια είναι φορείς ιστοριών. Άλλοτε αποθηκευμένων στην συλλογική μνήμη και άλλοτε ανείπωτων. Άλλοτε ευτυχισμένων και άλλοτε θλιβερών. Στα ερείπιά τους υπάρχουν οι απόηχοι αυτών των ιστοριών, τα σημάδια των ανθρώπων που έζησαν εκεί, οι μνήμες, δικαιωμένες και αδικαίωτες. Το λεπροκομείο Καρλοβάσου είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κτίριο -εγκαταλελειμμένο εδώ και δεκαετίες- λόγω του πόνου, του φόβου, της απόρριψης αλλά και της ανθρωπιάς που άνθισαν εκεί μέσα αλλά και γύρω του. Ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα να «σκαλίσω» στις ιστορίες των ανθρώπων, να μεταφερθώ στην εποχή που υπήρχαν δεκάδες ασθενείς εκεί μέσα και να αφουγκραστώ όσα είχαν να μου πουν. Αν και η ιστορία είναι απολύτως φανταστική, στηρίζεται ωστόσο σε μια μεγάλη έρευνα που προηγήθηκε ή ήταν παράλληλη με την συγγραφή. Και βέβαια μια ιστορία αγάπης. Μιας αγάπης ιδιότροπης, σχεδόν καταδικασμένης εξ αρχής. Αλλά ας μην αποκαλύψουμε περισσότερα. Κτίριο λοιπόν και ιστορίες έρχονται να συνδυαστούν και να πουν όσα δεν έχουν ειπωθεί.

 Μου έκαναν επίσης εντύπωση οι αναφορές σας στον Καραγάτση μέσα από τους ήρωές σας αλλά και σε άλλα λογοτεχνικά έργα όπως η Άρρωστη Πολιτεία της Γαλάτειας Καζαντζάκη.

Η αναφορά στο έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκη ήταν σχεδόν επιβεβλημένη αφού ήταν η πρώτη που τόλμησε, λογοτεχνικά να μιλήσει για ένα θέμα – ταμπού όπως ήταν η λέπρα και παραμένει ακόμη. Και μάλιστα το 1914, σε μια εποχή που ο φόβος για την ασθένεια και η έλλειψη οποιασδήποτε γνώσης είχαν δημιουργήσει ένα σχεδόν μυθικό πέπλο τρόμου γύρω από αυτή. Σε ό,τι αφορά τον Καραγάτση ήταν ένας έμμεσος τρόπος να αποτίσω φόρος τιμής σε έναν τεράστιο λογοτέχνη που κατά την άποψή μου άλλαξε τα δεδομένα στην ελληνική λογοτεχνία και που το έργο του, με μεγάλη μου χαρά, βλέπω να επανέρχεται στο προσκήνιο ξανά.

Έχω μια αίσθηση ότι το βιβλίο, παρ` ότι αναφέρεται στην λέπρα και στην ιδιαίτερη κοινωνία που οι ασθενείς είχαν συγκροτήσει ως «άμυνα» για την απόρριψή τους από τους «απ` έξω» προχωρά πολύ πέρα από αυτό και μιλά για τον εγκλεισμό, για την προκατάληψη, για τον φόβο και που μπορεί αυτά να οδηγήσουν μια κοινωνία.

Έχετε δίκιο. Η λέπρα είναι το πρόσχημα, είναι ο καμβάς είναι το σκηνικό πάνω στο οποίο μπορείς να πατήσεις για να διηγηθείς δεκάδες ιστορίες με τον ίδιο παρονομαστή. Την απόρριψη που προέρχεται από τον φόβο και την άγνοια, την περιθωριοποίηση συνανθρώπων μας, την κοινωνία που άλλοτε αναμετράται με τον καλό της εαυτό και άλλοτε με τον αδυσώπητο και στο τέλος τους ίδιους τους ανθρώπους που ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, όπως αυτές της κοινωνίας των Χανσενικών, ακόμη και όταν έχουν να αντιμετωπίσουν την βεβαιότητα ενός θανάτου, και μάλιστα ενός θανάτου επώδυνου, μπορούν να δείχνουν ανθρωπιά, να βγάζουν τον καλύτερο εαυτό τους, να διδάσκουν αλληλεγγύη και ομορφιά. Και αυτό παρά τα παραμορφωμένα σώματα και πρόσωπά τους.

Κλείνοντας να σας ρωτήσω, τι σας άφησε η συγγραφή μιας τέτοιας ιστορίας;

Μια αφόρητη ενοχή. Πρώτον για κάθε φορά που γκρινιάζω για προβλήματα της καθημερινότητας όταν άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την μάχη να κρατηθούν στην ζωή και μάλιστα κάτω από τις χειρότερες δυνατές συνθήκες. Και δεύτερον μια αγωνία για το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία, έτσι όπως διαμορφώνεται η ελληνική πραγματικότητα, τείνει να προχωρά με ταχύ βηματισμό σε μια απάνθρωπη στάση, σε ακραία ρητορική, σε βήματα που δεν θέλω καν να φαντάζομαι ότι θα υπάρξουν. Όλο αυτό με τρομάζει και με φέρνει αντιμέτωπη με τις προσωπικές μου ευθύνες για την σιωπή μου απέναντι σε αυτό που  βλέπω να γεννιέται και που μόνο καλό δεν θα κάνει. Σε κανέναν μας.

 

Φωτογραφίες: Ελέαννα Κωνσταντάκη

 

Aπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Καταραμένες Πολιτείες», Εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ

Η λέπρα εγκατέλειψε τα λημέρια τους, ερείπωσε η φυλακή τους, γκρέμισαν οι τοίχοι, έπεσε η στέγη, ερήμωσε ο τόπος, δεν είναι πια το ρέμα το σύνορο του κόσμου, και πάλι όμως η ιερή απόσταση δεν περπατήθηκε.

Αυτή την αρρώστια δεν την νίκησαν ποτέ. Δεν έχει φάρμακο. Εκεί έξω έγιναν πολυτραυματίες, μέτρησαν πληγές που δεν τις γνώριζαν και δεν ήξεραν να τις γιατρέψουν. Βαθιές, κοφτερές, με μπόλικο φαρμάκι. Καινούριο φαρμάκι, ανίκητο. Καθάρισε το σώμα τους μα οι άλλοι ήθελαν μια κάθαρση διαφορετική, τελειωτική, να έχει σύνορα συγκεκριμένα, αδιάβατα. Δεν βρέθηκε διαβατήριο για αυτά τα σύνορα. Ακόμη αδιάβατα είναι.

 

ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ»

 

Ένα μυθιστόρημα για την ικανότητα της ανθρώπινης φύσης να επιστρατεύει το καλό αλλά και να «ξορκίζει» το κακό, για την μάστιγα των προκαταλήψεων, της άγνοιας και της μικροψυχίας.

Η Έλενα Χουσνή δεν χαρίζεται σε κανέναν. Αποτυπώνει με μελανά χρώματα τη σκληρότητα της κοινότητας απέναντι στους αδύναμους, και τη σκοτεινή διάσταση της ανθρώπινης φύσης, όταν έχουν έστω και την ελάχιστη εξουσία στη διάθεσή τους.

Με πένα αποφασισμένη και τολμηρή καταγράφει αυτές τις ιστορίες, φέροντας, για πρώτη φορά, στην επιφάνεια ότι έχει παραχωθεί στην καταπακτή του χρόνου.

Αργυρώ Μαντόγλου Συγγραφέας

 

Η Έλενα Χουσνή δημιουργεί το δικό της είδος. Οι αρετές της Ελληνικής κλασικής λογοτεχνίας, δοσμένες με έναν αριστοτεχνικό τρόπο, από μια σύγχρονη συγγραφέα.

Δημήτρης Σίμος, συγγραφέας

 

Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Χανσενικών αγωνίζεται για τα προβλήματα των ασθενών.  Κάποτε το Υπουργείο Υγείας δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους. Δώσαμε μάχη στη Σπιναλόγκα να φτιαχτεί το οστεοφυλάκιο με τα ονόματα των νεκρών. Το βιβλίο τη Έλενας Χουσνή ρίχνει φως στη ζωή τους, στο στίγμα αλλά και στον αγώνα τους κατά το παρελθόν να αποκτήσουν «όνομα», «ταυτότητα». Έναν αγώνα διαρκή που μας αφορά όλους!

Μανώλης Κυριακάκης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Χανσενικών

You may also like

Αφήστε ένα σχόλιο